ωμαλγία

ωμαλγία
η / ὠμαλγία, ΝΑ
πόνος στους ώμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος «πόνος»), πρβλ. νευρ-αλγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὠμαλγίαις — ὠμαλγία pain in the shoulder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”